- επάλλαξις
- ἐπάλλαξις, η (Α)1. επαλλαγή, συναλλαγή2. ανάμιξη3. συναρμογή, σύναψη3. διασταύρωση («βραχείας τὰς εἰς ἀλλήλους ἐμπλοκὰς καὶ τὰς ἐπαλλάξεις γίγνεσθαι τοῡ τοιούτου χάρακος», Πολ.)4. περιπλοκή, μπέρδεμα5. παραλλαγή χαρακτηριστικών6. εναλλαγή με κάτι άλλο («ὁπποτέρως δ' ἄν ἔχη, ἤ γε ἐπάλλαξις φανερά», Στράβ.)7. αλλαγή, μεταβολή8. (για ανώμαλη κατάσταση τού σώματος) ποικιλία9. φρ. «ἐπάλλαξις τῶν ποδῶν» — η τοποθέτηση τού ενός ποδιού πάνω στο άλλο.
Dictionary of Greek. 2013.